- ἐνθυμίαν
- ἐνθῡμίᾱν , ἐνθυμίαcause of misgivingfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενθυμία — ἐνθυμία, η (Α) 1. σκέψη, φροντίδα για κάτι, υποψία, αμφιβολία, δυσπιστία («ἐς ἐνθυμίαν τοῑς Λακεδαιμονίοις ἀεὶ προβαλλόμενος ὑπ αὐτῶν» επειδή αυτοί [οι εχθροί του] διαρκώς προσπαθούσαν να δημιουργήσουν στους Λακεδαιμονίους υποψία, δυσπιστία, Θουκ … Dictionary of Greek